- παρασμήχω
- παρασμήχω,A rub gently,
ἁλσὶ λεπτοῖς Hippiatr.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁλσὶ λεπτοῖς Hippiatr.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασμήχω — Μ εντρίβω, σφουγγίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σμήχω «καθαρίζω, αλείφω»] … Dictionary of Greek